ItalianoGreco


coccìge, còccige  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kotˈʧiʤe], [ˈkɔtʧiʤe]

1 κόκκυγας
2 κατώτατο ακραίο οστό σπονδυλικής στήλης
3 ιερό οστό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---