Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔtʧo]

1 κομμάτια και θρύψαλα
2 σμπαράλια
3 σαράβαλο
4 ερείπια
5 πήλινο δοχείο
6 στάμνα
7 θρύψαλα
8 πήλινα σκεύη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cocciniglia cocciutaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coccige (ουσ αρσ )
coccigeo (επίθ.)
coccinella (θηλ.ουσ)
coccinello (ουσ αρσ )
cocciniglia (θηλ.ουσ)
coccio (ουσ αρσ )
cocciutaggine (θηλ.ουσ)
cocciuto (αρσ. επίθ και ουσ)
cocco (ουσ αρσ )
coccodè (ονοματ.)
coccodrillo (ουσ αρσ )
coccola (θηλ.ουσ)
coccolare (ρ. μτβ.)
coccolarsi (ρ.μ. (αντων.))
coccolo (ουσ αρσ )
coccoloni (επίρ.)
cocente (επίθ.)
cocker (ουσ αρσ )
cocktail (ουσ αρσ )
coclea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---