Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ubbidiènte (επίθ.) uccellàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ubbidientemente (επίρ.) uccellatóio (ουσ αρσ )
ubbidiènza (θηλ.ουσ) uccellatóre (ουσ αρσ )
ubbidìre (ρ.αμτβ.) uccellétto (ουσ αρσ )
ubbióso (επίθ.) uccellièra (θηλ.ουσ)
ubertà (θηλ.ουσ) uccellìno (ουσ αρσ )
Ubèrto (κύρ.όν. αρσ.) uccèllo (ουσ αρσ )
ubertosità (θηλ.ουσ) uccìdere (ρ. μτβ.)
ubertóso (επίθ.) uccidersi (ρ.μ. (αντων.))
ubicàre (ρ. μτβ.) uccisióne (θηλ.ουσ)
ubicàto (επίθ.) uccìso (ουσ αρσ )
ubicazióne (θηλ.ουσ) uccìso (επίθ.)
ubiquità (θηλ.ουσ) uccisóre (ουσ αρσ )
ubriacàre (ρ. μτβ.) ucraìna, ucràina (θηλ.ουσ)
ubriacarsi (ρ.μ. (αντων.)) ucraìno, ucràino (ουσ αρσ )
ubriacatóre (αρσ. επίθ και ουσ) ucraìno, ucràino (επίθ.)
ubriacatùra (θηλ.ουσ) udìbile (επίθ.)
ubriachézza (θηλ.ουσ) udibilità (θηλ.ουσ)
ubriàco (ουσ αρσ ) udiènza (θηλ.ουσ)
ubriàco (επίθ.) udìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ubriacóne (ουσ αρσ ) udìta (θηλ.ουσ)
uccellagióne (θηλ.ουσ) uditìvo (επίθ.)
uccellàio (ουσ αρσ ) udìto (ουσ αρσ )
uccellàme (ουσ αρσ ) udìto (επίθ.)
uccellànda (θηλ.ουσ) uditòfono (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: