Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monetàggio (ουσ αρσ ) monitòrio (επίθ.)
monetàle (επίθ.) monitorizzàre (ρ. μτβ.)
monetàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) mònna (θηλ.ουσ)
monetàrio (επίθ.) monoàcido (επίθ.)
monetarìsmo (ουσ αρσ ) monoàlbero (επίθ.)
monetazióne (θηλ.ουσ) monoassiàle (επίθ.)
monetière (ουσ αρσ ) monoatòmico (επίθ.)
monetizzàre (ρ. μτβ.) monoauràle (επίθ.)
monetizzazióne (θηλ.ουσ) monobàsico (επίθ.)
mongolfièra (θηλ.ουσ) monoblòcco (ουσ αρσ )
mongòlico (επίθ.) monoblòcco (επίθ.)
mongolìsmo (ουσ αρσ ) monocameràle (επίθ.)
mòngolo (ουσ αρσ ) monocànna (ουσ αρσ )
mòngolo (επίθ.) monocàrpico (επίθ.)
mongolòide (ουσ αρσ και θηλ.) monocellulàre (επίθ.)
mongolòide (επίθ.) monocilìndrico (επίθ.)
monìle (ουσ αρσ ) monocìta (ουσ αρσ )
monìsmo (ουσ αρσ ) monocìto (ουσ αρσ )
monìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) monoclinàle (θηλ.ουσ)
monìstico (επίθ.) monoclinàle (επίθ.)
mònito (ουσ αρσ ) monoclìno (επίθ.)
monitor (ουσ αρσ ) monòcolo (αρσ. επίθ και ουσ)
monitoràggio (ουσ αρσ ) monocolóre (επίθ.)
monitóre (ουσ αρσ ) monocoltùra (θηλ.ουσ)
monitòrio (ουσ αρσ ) monocòrde (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: