Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eliminazióne (θηλ.ουσ) elisabettiàno (επίθ.)
èlio (ουσ αρσ ) elisióne (θηλ.ουσ)
eliocèntrico (επίθ.) elisìr (ουσ αρσ )
eliocentrìsmo (ουσ αρσ ) elisìre (ουσ αρσ )
eliocromìa (θηλ.ουσ) elìso (ουσ αρσ )
eliòfilo (επίθ.) elìso (επίθ.)
eliofobìa (θηλ.ουσ) elisoccórso (ουσ αρσ )
eliòfobo (αρσ. επίθ και ουσ) elitàrio (επίθ.)
eliografìa (θηλ.ουσ) elitarìsmo (ουσ αρσ )
eliogràfico (επίθ.) élite (θηλ.ουσ)
eliògrafo (ουσ αρσ ) èlitra (θηλ.ουσ)
eliogràmma (ουσ αρσ ) elitrasportàto (επίθ.)
eliòmetro (ουσ αρσ ) élla (προσωπ. αντων.)
elioscopìa (θηλ.ουσ) Èllade (κύρ.όν. θηλ.)
elioscòpio (ουσ αρσ ) èlle (ουσ αρσ και θηλ.)
eliòstato (ουσ αρσ ) elleborìna (θηλ.ουσ)
elioteìsmo (ουσ αρσ ) ellèboro (ουσ αρσ )
elioterapìa (θηλ.ουσ) ellènico (επίθ.)
elioteràpico (επίθ.) ellenìsmo (ουσ αρσ )
eliotipìa (θηλ.ουσ) ellenìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eliotìpico (επίθ.) ellenìstico (αρσ. επίθ και ουσ)
eliotròpico (επίθ.) ellenizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eliotròpio (ουσ αρσ ) Ellespònto (κύρ.όν. αρσ.)
eliotropìsmo (ουσ αρσ ) ellìsse (θηλ.ουσ)
elipòrto (ουσ αρσ ) ellìssi (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: