Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elìso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlizo]

ηλύσιο πεδίο

elìso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈlizo]

ο της έκθλιψης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elisire elisoccorso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eliporto (ουσ αρσ )
elisabettiano (επίθ.)
elisione (θηλ.ουσ)
elisir (ουσ αρσ )
elisire (ουσ αρσ )
eliso (ουσ αρσ )
eliso (επίθ.)
elisoccorso (ουσ αρσ )
elitario (επίθ.)
elitarismo (ουσ αρσ )
elite (θηλ.ουσ)
elitra (θηλ.ουσ)
elitrasportato (επίθ.)
ella (προσωπ. αντων.)
Ellade (κύρ.όν. θηλ.)
elle (ουσ αρσ και θηλ.)
elleborina (θηλ.ουσ)
elleboro (ουσ αρσ )
ellenico (επίθ.)
ellenismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---