Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeliotròpio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,ɛljoˈtrɔpjo] 1 φυτό chrozophora tinctoria 2 ηλιοτρόπιο Heliotropium europaeum 3 πέτρωμα με κόκκινα στίγματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |