Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzinzìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tsinˈtsino], [dzinˈdzino] 1 σταγόνα 2 πρέζα 3 μικρή ποσότητα 4 κομματάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |