Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzìngaro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtsingaro], [ˈdzingaro] ο γύφτος, ο τσιγγάνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |