Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zingarésco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsingaˈresko], [dzingaˈresko]

γύφτικη γλώσσα

zingarésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tsingaˈresko], [dzingaˈresko]

γύφτικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zingaresca zingaro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zincografico (επίθ.)
zincografo (ουσ αρσ )
zincotipia (θηλ.ουσ)
zincotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
zingaresca (θηλ.ουσ)
zingaresco (ουσ αρσ )
zingaresco (επίθ.)
zingaro (ουσ αρσ )
zinna (θηλ.ουσ)
zinnare (ρ. μτβ.)
zinnia (θηλ.ουσ)
zinzinare (ρ. μτβ.)
zinzino (ουσ αρσ )
zio (ουσ αρσ )
zip (ουσ αρσ και θηλ.)
zipolare (ρ. μτβ.)
zipolo (ουσ αρσ )
zirconato (ουσ αρσ )
zircone (ουσ αρσ )
zirconio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---