Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tibetàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tibeˈtano]

κάτοικος του Θιβέτ

tibetàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tibeˈtano]

ο του Θιβέτ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Tiberio tibia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiara (θηλ.ουσ)
tiazolo (ουσ αρσ )
Tiberiade (κύρ.όν. θηλ.)
tiberino (επίθ.)
Tiberio (κύρ.όν. αρσ.)
tibetano (ουσ αρσ )
tibetano (επίθ.)
tibia (θηλ.ουσ)
tibiale (επίθ.)
tibicine (ουσ αρσ )
tibioastragalico (επίθ.)
tibiotarsico (επίθ.)
tiburio (ουσ αρσ )
tiburtino (αρσ. επίθ και ουσ)
tic (ουσ αρσ )
tic (επιφ.)
ticchettare (ρ.αμτβ.)
ticchettio (ουσ αρσ )
ticchio (ουσ αρσ )
ticchiolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---