Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtettònica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tetˈtɔnika] 1 τεκτονική (κλάδος γεωλογίας) 2 διεργασίες γήινης κρούστας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |