Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtetta]

1 μαστός
2 μαστάρι
3 στήθος
4 βυζί
5 ρώγα
6 ρώγα βυζιού
7 θηλή
8 ρώγα μαστού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tetrossido tettarella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tetravalente (επίθ.)
tetravalenza (θηλ.ουσ)
tetro (επίθ.)
tetrodo (ουσ αρσ )
tetrossido (ουσ αρσ )
tetta (θηλ.ουσ)
tettarella (θηλ.ουσ)
tetto (ουσ αρσ )
tettoia (θηλ.ουσ)
tettonica (θηλ.ουσ)
tettonico (επίθ.)
tettuccio (ουσ αρσ )
teucrio (ουσ αρσ )
teucro (ουσ αρσ )
teucro (επίθ.)
teutonico (επίθ.)
Tevere (κύρ.όν. αρσ.)
texano (ουσ αρσ )
texano (επίθ.)
Thailandia (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---