Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tèucrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛwkrjo]

φυτό γένους Teucrium


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tettuccio teucro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tetto (ουσ αρσ )
tettoia (θηλ.ουσ)
tettonica (θηλ.ουσ)
tettonico (επίθ.)
tettuccio (ουσ αρσ )
teucrio (ουσ αρσ )
teucro (ουσ αρσ )
teucro (επίθ.)
teutonico (επίθ.)
Tevere (κύρ.όν. αρσ.)
texano (ουσ αρσ )
texano (επίθ.)
Thailandia (κύρ.όν. θηλ.)
thermos (ουσ αρσ )
thrilling (ουσ αρσ )
thrilling (επίθ.)
ti (ουσ αρσ και θηλ.)
ti (προσωπ. αντων.)
tiamina (θηλ.ουσ)
tiara (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---