Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtèucro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛwkro] κάτοικος Τροίας tèucro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛwkro] τρωικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |