Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


thrilling  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrilling]

1 θρίλερ
2 έργο με αγωνιώδη πλοκή

thrilling  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrilling]

1 με αγωνιώδη πλοκή
2 συναρπαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  thermos ti  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Tevere (κύρ.όν. αρσ.)
texano (ουσ αρσ )
texano (επίθ.)
Thailandia (κύρ.όν. θηλ.)
thermos (ουσ αρσ )
thrilling (ουσ αρσ )
thrilling (επίθ.)
ti (ουσ αρσ και θηλ.)
ti (προσωπ. αντων.)
tiamina (θηλ.ουσ)
tiara (θηλ.ουσ)
tiazolo (ουσ αρσ )
Tiberiade (κύρ.όν. θηλ.)
tiberino (επίθ.)
Tiberio (κύρ.όν. αρσ.)
tibetano (ουσ αρσ )
tibetano (επίθ.)
tibia (θηλ.ουσ)
tibiale (επίθ.)
tibicine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---