Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόthrilling
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtrilling] 1 θρίλερ 2 έργο με αγωνιώδη πλοκή thrilling επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtrilling] 1 με αγωνιώδη πλοκή 2 συναρπαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |