Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tascàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tasˈkata]

1 ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη
2 όσο χωράει μια τσέπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tascapane taschina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tarullo (επίθ.)
tasca (θηλ.ουσ)
tascabile (ουσ αρσ )
tascabile (επίθ.)
tascapane (ουσ αρσ )
tascata (θηλ.ουσ)
taschina (θηλ.ουσ)
taschino (ουσ αρσ )
task (ουσ αρσ )
tasmaniano (ουσ αρσ )
tasmaniano (επίθ.)
taso (θηλ.ουσ)
tassa (θηλ.ουσ)
tassabile (επίθ.)
tassametro (ουσ αρσ )
tassare (ρ. μτβ.)
tassarsi (ρ.μ. (αντων.))
tassativamente (επίρ.)
tassativo (επίθ.)
tassato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---