Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtàrsia, tarsìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtarsja], [tarˈsia] 1 ψηφιδογραφία 2 τέχνη των ψηφιδωτών 3 φιλοτέχνηση ψηφιδωτών 4 μαρκετερί 5 ψηφιδωτό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |