Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tartagliòne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tartaʎˈʎone]

1 ψελλός
2 βραδύγλωσσος
3 ψευδός
4 τσεβδός
5 τραυλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tartagliare tartana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tarso (ουσ αρσ )
tartaglia (ουσ αρσ και θηλ.)
tartagliamento (ουσ αρσ )
tartagliare (ρ.αμτβ.)
tartagliare (ρ. μτβ.)
tartaglione (αρσ. επίθ και ουσ)
tartana (θηλ.ουσ)
tartanone (ουσ αρσ )
tartareo (επίθ.)
tartaresco (επίθ.)
tartarico (επίθ.)
tartaro (ουσ αρσ )
tartaruga (θηλ.ουσ)
tartassare (ρ. μτβ.)
tartassato (επίθ.)
tartina (θηλ.ουσ)
tartrato (ουσ αρσ )
tartufaia (θηλ.ουσ)
tartufaio (ουσ αρσ )
tartufare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---