Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tàrtaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtartaro]

η πέτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tartarico tartaruga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tartana (θηλ.ουσ)
tartanone (ουσ αρσ )
tartareo (επίθ.)
tartaresco (επίθ.)
tartarico (επίθ.)
tartaro (ουσ αρσ )
tartaruga (θηλ.ουσ)
tartassare (ρ. μτβ.)
tartassato (επίθ.)
tartina (θηλ.ουσ)
tartrato (ουσ αρσ )
tartufaia (θηλ.ουσ)
tartufaio (ουσ αρσ )
tartufare (ρ. μτβ.)
tartufato (επίθ.)
tartuficolo (επίθ.)
tartuficoltore (ουσ αρσ )
tartuficoltura (θηλ.ουσ)
tartufo (ουσ αρσ )
tarullo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---