Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtartufìcolo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tartuˈfikolo] 1 σχετικός με τρούφες (μανιτάρια εδώδιμα) 2 γαρνιρισμένος με τρούφες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |