Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtartuficoltùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tar,tufikolˈtura] καλλιέργεια τρούφας (μανιταριών τάξης Tuberales) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |