Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tarsalgìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tarsalˈʤia]

1 οξύς πόνος στον ταρσό
2 ταρσαλγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tarsale tarsia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tarpan (ουσ αρσ )
tarpano (ουσ αρσ )
tarpano (επίθ.)
tarpare (ρ. μτβ.)
tarsale (επίθ.)
tarsalgia (θηλ.ουσ)
tarsia (θηλ.ουσ)
tarsiare (ρ. μτβ.)
tarso (ουσ αρσ )
tartaglia (ουσ αρσ και θηλ.)
tartagliamento (ουσ αρσ )
tartagliare (ρ.αμτβ.)
tartagliare (ρ. μτβ.)
tartaglione (αρσ. επίθ και ουσ)
tartana (θηλ.ουσ)
tartanone (ουσ αρσ )
tartareo (επίθ.)
tartaresco (επίθ.)
tartarico (επίθ.)
tartaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---