Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tarpàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tarˈpano]

1 μπουρτζόβλαχος
2 αγροίκος άνθρωπος
3 μπαστουνόβλαχος
4 απολίτιστος άνθρωπος
5 ίππος άγριος Equus gmelinii (πρόγονος του σημερινού άλογου)
6 τραχύς άνθρωπος
7 άξεστος άνθρωπος
8 αγενής άνθρωπος

tarpàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tarˈpano]

1 τραχύς
2 αγενής
3 άξεστος
4 αγροίκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tarpan tarpare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tarmato (επίθ.)
tarmicida (αρσ. επίθ και ουσ)
tarocco (ουσ αρσ )
tarozzo (ουσ αρσ )
tarpan (ουσ αρσ )
tarpano (ουσ αρσ )
tarpano (επίθ.)
tarpare (ρ. μτβ.)
tarsale (επίθ.)
tarsalgia (θηλ.ουσ)
tarsia (θηλ.ουσ)
tarsiare (ρ. μτβ.)
tarso (ουσ αρσ )
tartaglia (ουσ αρσ και θηλ.)
tartagliamento (ουσ αρσ )
tartagliare (ρ.αμτβ.)
tartagliare (ρ. μτβ.)
tartaglione (αρσ. επίθ και ουσ)
tartana (θηλ.ουσ)
tartanone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---