Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tagliòne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [taʎˈʎone]

1 αντίποινο
2 αντεκδίκηση
3 τοίχωμα αποκοπής σε κανάλι αρδευτικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tagliolo tagliuzzamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

taglierina (θηλ.ουσ)
taglierini (ουσ αρσ πληθ.)
taglio (ουσ αρσ )
tagliola (θηλ.ουσ)
tagliolo (ουσ αρσ )
taglione (ουσ αρσ )
tagliuzzamento (ουσ αρσ )
tagliuzzare (ρ. μτβ.)
tago (ουσ αρσ )
taguan (ουσ αρσ )
tahitiano (ουσ αρσ )
tahitiano (επίθ.)
taiga, taigà (θηλ.ουσ)
tailandese (ουσ αρσ )
tailandese (επίθ.)
Tailandia (κύρ.όν. θηλ.)
tailleur (ουσ αρσ )
talamo (ουσ αρσ )
talare (αρσ. επίθ και ουσ)
talari (αρσ. επίθ και ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---