Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


talàri  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό, πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [taˈlari]

φτερωτά πέδιλα του θεού Ερμή (μυθολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  talare talassemia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tailandese (επίθ.)
Tailandia (κύρ.όν. θηλ.)
tailleur (ουσ αρσ )
talamo (ουσ αρσ )
talare (αρσ. επίθ και ουσ)
talari (αρσ. επίθ και ουσ πληθ.)
talassemia (θηλ.ουσ)
talassico (επίθ.)
talassobiologia (θηλ.ουσ)
talassochimica (θηλ.ουσ)
talassocrate (ουσ αρσ )
talassocrazia (θηλ.ουσ)
talassofobia (θηλ.ουσ)
talassografia (θηλ.ουσ)
talassografico (επίθ.)
talassografo (ουσ αρσ )
talassologia (θηλ.ουσ)
talassoterapia (θηλ.ουσ)
talassoterapico (επίθ.)
talché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---