Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


talassocrazìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [talassokratˈtsia]

θαλασσοκρατορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  talassocrate talassofobia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

talassemia (θηλ.ουσ)
talassico (επίθ.)
talassobiologia (θηλ.ουσ)
talassochimica (θηλ.ουσ)
talassocrate (ουσ αρσ )
talassocrazia (θηλ.ουσ)
talassofobia (θηλ.ουσ)
talassografia (θηλ.ουσ)
talassografico (επίθ.)
talassografo (ουσ αρσ )
talassologia (θηλ.ουσ)
talassoterapia (θηλ.ουσ)
talassoterapico (επίθ.)
talché (σύνδ.)
talco (ουσ αρσ )
talcoso (επίθ.)
tale (επίθ.)
tale (αντων.)
talea (θηλ.ουσ)
talentare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---