Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


talassògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [talasˈsɔgrafo]

ωκεανογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  talassografico talassologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

talassocrate (ουσ αρσ )
talassocrazia (θηλ.ουσ)
talassofobia (θηλ.ουσ)
talassografia (θηλ.ουσ)
talassografico (επίθ.)
talassografo (ουσ αρσ )
talassologia (θηλ.ουσ)
talassoterapia (θηλ.ουσ)
talassoterapico (επίθ.)
talché (σύνδ.)
talco (ουσ αρσ )
talcoso (επίθ.)
tale (επίθ.)
tale (αντων.)
talea (θηλ.ουσ)
talentare (ρ.αμτβ.)
talento (ουσ αρσ )
talia (θηλ.ουσ)
talidomide (ουσ αρσ )
talismanico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---