Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tàlco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtalko]

το ταλκ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  talché talcoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

talassografo (ουσ αρσ )
talassologia (θηλ.ουσ)
talassoterapia (θηλ.ουσ)
talassoterapico (επίθ.)
talché (σύνδ.)
talco (ουσ αρσ )
talcoso (επίθ.)
tale (επίθ.)
tale (αντων.)
talea (θηλ.ουσ)
talentare (ρ.αμτβ.)
talento (ουσ αρσ )
talia (θηλ.ουσ)
talidomide (ουσ αρσ )
talismanico (επίθ.)
tallero (ουσ αρσ )
tallico (επίθ.)
tallio (ουσ αρσ )
tallire (ρ.αμτβ.)
tallo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---