Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


talènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [taˈlɛnto]

1 εξαιρετική ικανότητα
2 τάλαντο
3 κλίση
4 ισχυρή κλίση
5 ταλέντο
6 τάλαντο ίσο με 6000 αρχαίες δραχμές
7 φλέβα
8 χάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  talentare talia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

talcoso (επίθ.)
tale (επίθ.)
tale (αντων.)
talea (θηλ.ουσ)
talentare (ρ.αμτβ.)
talento (ουσ αρσ )
talia (θηλ.ουσ)
talidomide (ουσ αρσ )
talismanico (επίθ.)
tallero (ουσ αρσ )
tallico (επίθ.)
tallio (ουσ αρσ )
tallire (ρ.αμτβ.)
tallo (ουσ αρσ )
tallofita (θηλ.ουσ)
tallolio (ουσ αρσ )
tallonamento (ουσ αρσ )
tallonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
talloncino (ουσ αρσ )
tallone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---