Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tailandése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tajlanˈdese], [tajlanˈdeze]

1 γλώσσα Ταὶλάνδης
2 κάτοικος Ταὶλάνδης

tailandése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tajlanˈdese], [tajlanˈdeze]

ο της Ταὶλάνδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  taiga, taigà Tailandia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tago (ουσ αρσ )
taguan (ουσ αρσ )
tahitiano (ουσ αρσ )
tahitiano (επίθ.)
taiga, taigà (θηλ.ουσ)
tailandese (ουσ αρσ )
tailandese (επίθ.)
Tailandia (κύρ.όν. θηλ.)
tailleur (ουσ αρσ )
talamo (ουσ αρσ )
talare (αρσ. επίθ και ουσ)
talari (αρσ. επίθ και ουσ πληθ.)
talassemia (θηλ.ουσ)
talassico (επίθ.)
talassobiologia (θηλ.ουσ)
talassochimica (θηλ.ουσ)
talassocrate (ουσ αρσ )
talassocrazia (θηλ.ουσ)
talassofobia (θηλ.ουσ)
talassografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---