Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtailandése
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tajlanˈdese], [tajlanˈdeze] 1 γλώσσα Ταὶλάνδης 2 κάτοικος Ταὶλάνδης tailandése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tajlanˈdese], [tajlanˈdeze] ο της Ταὶλάνδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |