ItalianoGreco


tàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtaʎʎo]

1 (ferita) το κόψιμο
2 (di capelli) το κούρεμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


taglio [αρσ.] di capelli = το κόψιμο των μαλλιών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---