Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtagliòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [taʎˈʎɔlo] 1 γλύφανο 2 κοπίδι 3 καλέμι 4 σκαρπέλο 5 σμίλη 6 γλυφίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |