Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsupervisióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [superviˈzjone] 1 διεύθυνση 2 επίβλεψη 3 εποπτεία 4 επιστασία 5 επιτήρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |