Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superuòmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [superˈwɔmo]

υπεράνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supertestimone supervisione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

superstiziosamente (επίρ.)
superstiziosità (θηλ.ουσ)
superstizioso (αρσ. επίθ και ουσ)
superstrada (θηλ.ουσ)
supertestimone (ουσ αρσ και θηλ.)
superuomo (ουσ αρσ )
supervisione (θηλ.ουσ)
supervisore (αρσ. επίθ και ουσ)
supinazione (θηλ.ουσ)
supino (ουσ αρσ )
supino (επίθ.)
suppellettile (θηλ.ουσ)
suppergiù (επίρ.)
supplementare (επίθ.)
supplemento (ουσ αρσ )
supplentato (ουσ αρσ )
supplente (ουσ αρσ και θηλ.)
supplente (επίθ.)
supplenza (θηλ.ουσ)
suppletivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---