Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superstizióso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [superstitˈtsjoso], [superstitˈtsjozo]

προλιπτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superstiziosità superstrada  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

superstite (ουσ αρσ και θηλ.)
superstite (επίθ.)
superstizione (θηλ.ουσ)
superstiziosamente (επίρ.)
superstiziosità (θηλ.ουσ)
superstizioso (αρσ. επίθ και ουσ)
superstrada (θηλ.ουσ)
supertestimone (ουσ αρσ και θηλ.)
superuomo (ουσ αρσ )
supervisione (θηλ.ουσ)
supervisore (αρσ. επίθ και ουσ)
supinazione (θηλ.ουσ)
supino (ουσ αρσ )
supino (επίθ.)
suppellettile (θηλ.ουσ)
suppergiù (επίρ.)
supplementare (επίθ.)
supplemento (ουσ αρσ )
supplentato (ουσ αρσ )
supplente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---