Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superlavóro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [superlaˈvoro]

1 κοψομέσιασμα
2 υπερκόπωση
3 υπερβολική εργασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superlativo superlega  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

superiorità (θηλ.ουσ)
superiormente (επίρ.)
superlativamente (επίρ.)
superlativo (ουσ αρσ )
superlativo (επίθ.)
superlavoro (ουσ αρσ )
superlega (θηλ.ουσ)
supermercato (ουσ αρσ )
superno (επίθ.)
supernova (θηλ.ουσ)
supernutrizione (θηλ.ουσ)
supero (ουσ αρσ )
supero (επίθ.)
superi (ουσ αρσ πληθ.)
superotto (ουσ αρσ και θηλ.)
superperito (ουσ αρσ )
superperizia (θηλ.ουσ)
superpetroliera (θηλ.ουσ)
superpotenza (θηλ.ουσ)
superproduzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---