Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsùpero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsupero] 1 περίσσεια 2 πλεόνασμα sùpero επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsupero] 1 υπέρτερος 2 ανώτερος superi ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [ˈsuperi] θεοί (μυθολογία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |