Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superperìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [superpeˈrittsja]

αναφορά ειδικού διοριζόμενου από δικαστήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superperito superpetroliera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supero (ουσ αρσ )
supero (επίθ.)
superi (ουσ αρσ πληθ.)
superotto (ουσ αρσ και θηλ.)
superperito (ουσ αρσ )
superperizia (θηλ.ουσ)
superpetroliera (θηλ.ουσ)
superpotenza (θηλ.ουσ)
superproduzione (θηλ.ουσ)
supersistema (ουσ αρσ )
supersonico (επίθ.)
superspazio (ουσ αρσ )
superstella (θηλ.ουσ)
superstite (ουσ αρσ και θηλ.)
superstite (επίθ.)
superstizione (θηλ.ουσ)
superstiziosamente (επίρ.)
superstiziosità (θηλ.ουσ)
superstizioso (αρσ. επίθ και ουσ)
superstrada (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---