Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superpetrolièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [superpetroˈljɛra]

1 υπερδεξαμενόπλοιο
2 σουπερτάνκερ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superperizia superpotenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supero (επίθ.)
superi (ουσ αρσ πληθ.)
superotto (ουσ αρσ και θηλ.)
superperito (ουσ αρσ )
superperizia (θηλ.ουσ)
superpetroliera (θηλ.ουσ)
superpotenza (θηλ.ουσ)
superproduzione (θηλ.ουσ)
supersistema (ουσ αρσ )
supersonico (επίθ.)
superspazio (ουσ αρσ )
superstella (θηλ.ουσ)
superstite (ουσ αρσ και θηλ.)
superstite (επίθ.)
superstizione (θηλ.ουσ)
superstiziosamente (επίρ.)
superstiziosità (θηλ.ουσ)
superstizioso (αρσ. επίθ και ουσ)
superstrada (θηλ.ουσ)
supertestimone (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---