Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superiorità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [superjoriˈta]

1 προβάδισμα
2 υπέρβαση
3 ανωτερότητα
4 υπεροχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superiore superiormente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Super–Io, Super–io (ουσ αρσ )
superiora (θηλ.ουσ)
superiorato (ουσ αρσ )
superiore (ουσ αρσ )
superiore (επίθ.)
superiorità (θηλ.ουσ)
superiormente (επίρ.)
superlativamente (επίρ.)
superlativo (ουσ αρσ )
superlativo (επίθ.)
superlavoro (ουσ αρσ )
superlega (θηλ.ουσ)
supermercato (ουσ αρσ )
superno (επίθ.)
supernova (θηλ.ουσ)
supernutrizione (θηλ.ουσ)
supero (ουσ αρσ )
supero (επίθ.)
superi (ουσ αρσ πληθ.)
superotto (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---