Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsuperiorità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [superjoriˈta] 1 προβάδισμα 2 υπέρβαση 3 ανωτερότητα 4 υπεροχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |