Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Super–Ìo, Super–ìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [superˈio]

υπερεγώ (ψυχολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supergigante superiora  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

superfluo (επίθ.)
superfosfato (ουσ αρσ )
supergalassia (θηλ.ουσ)
supergigante (θηλ.ουσ)
supergigante (επίθ.)
Super–Io, Super–io (ουσ αρσ )
superiora (θηλ.ουσ)
superiorato (ουσ αρσ )
superiore (ουσ αρσ )
superiore (επίθ.)
superiorità (θηλ.ουσ)
superiormente (επίρ.)
superlativamente (επίρ.)
superlativo (ουσ αρσ )
superlativo (επίθ.)
superlavoro (ουσ αρσ )
superlega (θηλ.ουσ)
supermercato (ουσ αρσ )
superno (επίθ.)
supernova (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---