Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superióre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [supeˈrjore]

(capo) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη

superióre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [supeˈrjore]

1 (di elevazione) επάνω
2 (di qualità) ανώτερος (-η, -ο), υπέροχος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superiorato superiorità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scuola [θηλ.] superiore = το λύκειο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supergigante (θηλ.ουσ)
supergigante (επίθ.)
Super–Io, Super–io (ουσ αρσ )
superiora (θηλ.ουσ)
superiorato (ουσ αρσ )
superiore (ουσ αρσ )
superiore (επίθ.)
superiorità (θηλ.ουσ)
superiormente (επίρ.)
superlativamente (επίρ.)
superlativo (ουσ αρσ )
superlativo (επίθ.)
superlavoro (ουσ αρσ )
superlega (θηλ.ουσ)
supermercato (ουσ αρσ )
superno (επίθ.)
supernova (θηλ.ουσ)
supernutrizione (θηλ.ουσ)
supero (ουσ αρσ )
supero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---