Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subéntro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [suˈbentro]

1 αναπλήρωμα
2 αναπλήρωση
3 αντικατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subentrare subequatoriale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subeconomo (ουσ αρσ )
subenfiteusi (θηλ.ουσ)
subentrante (ουσ αρσ )
subentrante (επίθ.)
subentrare (ρ.αμτβ.)
subentro (ουσ αρσ )
subequatoriale (επίθ.)
suberificarsi (ρ.μ. (αντων.))
suberificazione (θηλ.ουσ)
suberina (θηλ.ουσ)
suberizzato (επίθ.)
suberoso (επίθ.)
subglaciale (επίθ.)
subinquilino (ουσ αρσ )
subire (ρ. μτβ.)
subirrigazione (θηλ.ουσ)
subissare (ρ.αμτβ.)
subissare (ρ. μτβ.)
subisso (ουσ αρσ )
subitamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---