Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spaccàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spakˈkata]

1 επιδρομή σπασίματος βιτρίνας
2 βαθύ κάθισμα με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο πίσω τεντωμένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaccarsi spaccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spaccamonti (ουσ αρσ και θηλ.)
spaccaossa (ουσ αρσ )
spaccapietre (ουσ αρσ )
spaccare (ρ. μτβ.)
spaccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
spaccata (θηλ.ουσ)
spaccato (ουσ αρσ )
spaccato (επίθ.)
spaccatura (θηλ.ουσ)
spacchettare (ρ. μτβ.)
spacchetto (ουσ αρσ )
spacciabile (επίθ.)
spacciare (ρ. μτβ.)
spacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
spacciato (επίθ.)
spacciatore (ουσ αρσ )
spaccio (ουσ αρσ )
spacco (ουσ αρσ )
spacconata (θηλ.ουσ)
spaccone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---