Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspakko]

το σκίσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaccio spacconata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spacciare (ρ. μτβ.)
spacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
spacciato (επίθ.)
spacciatore (ουσ αρσ )
spaccio (ουσ αρσ )
spacco (ουσ αρσ )
spacconata (θηλ.ουσ)
spaccone (ουσ αρσ )
spada (θηλ.ουσ)
spadaccino (ουσ αρσ )
spadaio (ουσ αρσ )
spadellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spadice (ουσ αρσ )
spadiforme (επίθ.)
spadino (ουσ αρσ )
spadista (ουσ αρσ και θηλ.)
spadona (θηλ.ουσ)
spadone (ουσ αρσ )
spadroneggiare (ρ.αμτβ.)
spaesato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---