Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spacconàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spakkoˈnata]

1 κομπορρημοσύνη
2 μεγαλαυχία
3 μπούρδα
4 κομπασμός
5 αλαζονική συμπεριφορά
6 υψηλόφωνη αλαζονική καυχησιά
7 καυχησιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spacco spaccone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
spacciato (επίθ.)
spacciatore (ουσ αρσ )
spaccio (ουσ αρσ )
spacco (ουσ αρσ )
spacconata (θηλ.ουσ)
spaccone (ουσ αρσ )
spada (θηλ.ουσ)
spadaccino (ουσ αρσ )
spadaio (ουσ αρσ )
spadellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spadice (ουσ αρσ )
spadiforme (επίθ.)
spadino (ουσ αρσ )
spadista (ουσ αρσ και θηλ.)
spadona (θηλ.ουσ)
spadone (ουσ αρσ )
spadroneggiare (ρ.αμτβ.)
spaesato (επίθ.)
spaghettata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---