Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spaccamónti  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,spakkaˈmonti]

1 περιαυτολόγος
2 παλικαράς
3 φανφαρόνος
4 τσαμπουκάς
5 λιονταρής
6 καυχηματίας
7 νταής
8 μεγάλαυχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spaccamontagne spaccaossa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sozzo (επίθ.)
sozzume (ουσ αρσ )
sozzura (θηλ.ουσ)
spaccalegna (ουσ αρσ )
spaccamontagne (ουσ αρσ και θηλ.)
spaccamonti (ουσ αρσ και θηλ.)
spaccaossa (ουσ αρσ )
spaccapietre (ουσ αρσ )
spaccare (ρ. μτβ.)
spaccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
spaccata (θηλ.ουσ)
spaccato (ουσ αρσ )
spaccato (επίθ.)
spaccatura (θηλ.ουσ)
spacchettare (ρ. μτβ.)
spacchetto (ουσ αρσ )
spacciabile (επίθ.)
spacciare (ρ. μτβ.)
spacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
spacciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---