Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspaccàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spakˈkato] κάτοψη (αρχιτεκτονική) spaccàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spakˈkato] 1 εξαίρετος 2 αληθινός 3 πλήρης 4 απ' αρχής μέχρι τέλους 5 φτυστός ο 6 ολόιδιος 7 πραγματικός 8 όμοιος 9 ολοσχερής 10 διαχωρισμένος 11 λιανισμένος 12 σπασμένος 13 σκισμένος 14 απόλυτος 15 εκτενής 16 πελεκημένος 17 κατάφωρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |