Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sozzaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [sottsaˈmente]

1 ρυπαρά
2 βρώμικα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovvertitore sozzeria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovversione (θηλ.ουσ)
sovversivo (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvertimento (ουσ αρσ )
sovvertire (ρ. μτβ.)
sovvertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sozzamente (επίρ.)
sozzeria (θηλ.ουσ)
sozzo (επίθ.)
sozzume (ουσ αρσ )
sozzura (θηλ.ουσ)
spaccalegna (ουσ αρσ )
spaccamontagne (ουσ αρσ και θηλ.)
spaccamonti (ουσ αρσ και θηλ.)
spaccaossa (ουσ αρσ )
spaccapietre (ουσ αρσ )
spaccare (ρ. μτβ.)
spaccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
spaccata (θηλ.ουσ)
spaccato (ουσ αρσ )
spaccato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---